συστεφανηφορώ

συστεφανηφορώ
-έω, Α
φορώ στέφανο ή στέμμα μαζί με άλλον («σύν μοι πῑνε, συνήβα, συνέρα, συστεφανηφόρει», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + στεφανηφορῶ «φέρω στέφανο ή στέμμα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”